υπεραιωρώ

υπεραιωρώ
-έω, Α
1. κρατώ κάτι ψηλά («κατακεκλιμένος ὑπὸ δένδρων παντοίας ὑπεραιωρούντων χάριτας», Λιβάν.)
2. ναυτ. αγκυροβολώ για λίγο στα ανοιχτά («τῇσι νηυσὶ ὑπεραιωρηθέντες Φαλήρου», Ηρόδ.)
3. παθ. ὑπεραιωροῡμαι, -έομαι
κρέμομαι, αιωρούμαι, εκτείνομαι πάνω από κάτι (α. «φασὶ δὲ τούτους φυλάκους τῆς οἰκίης πάσης ὑπεραιωρέεσθαι», Ηρόδ.
β. «ὑπεραιωρεῑται ἡ κεφαλὴ τοῡ μικροῡ ὑπὲρ τῆς κοτύλης», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ-* + αἰωρῶ «υψώνω, σηκώνω, κρεμώ»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αιωρώ — ( έω) (Α αἰωρῶ) (Ν συνήθως στη μέση φωνή) Ι. ενεργ. υψώνω και κρατώ στον αέρα, κρατώ ή κινώ κάτι μετέωρο, μετεωρίζω ΙΙ. μέσ. 1. είμαι μετέωρος, κρέμομαι στον αέρα, ταλαντεύομαι 2. πετώ, περιφέρομαι, κυκλοφορώ, πλανιέμαι 3. (για τα πτηνά)… …   Dictionary of Greek

  • υπεραιώρησις — ήσεως, ἡ, Α [ὑπεραιωρῶ] ανάρτηση από ψηλά, το να κρέμεται κάτι από ψηλά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”