- υπεραιωρώ
- -έω, Α1. κρατώ κάτι ψηλά («κατακεκλιμένος ὑπὸ δένδρων παντοίας ὑπεραιωρούντων χάριτας», Λιβάν.)2. ναυτ. αγκυροβολώ για λίγο στα ανοιχτά («τῇσι νηυσὶ ὑπεραιωρηθέντες Φαλήρου», Ηρόδ.)3. παθ. ὑπεραιωροῡμαι, -έομαικρέμομαι, αιωρούμαι, εκτείνομαι πάνω από κάτι (α. «φασὶ δὲ τούτους φυλάκους τῆς οἰκίης πάσης ὑπεραιωρέεσθαι», Ηρόδ.β. «ὑπεραιωρεῑται ἡ κεφαλὴ τοῡ μικροῡ ὑπὲρ τῆς κοτύλης», Ιπποκρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ-* + αἰωρῶ «υψώνω, σηκώνω, κρεμώ»].
Dictionary of Greek. 2013.